Κατάγματα – Τραυματιολογία
Κάταγμα ονομάζεται η παθολογική κατάσταση του οστού που χαρακτηρίζεται από λύση της συνέχειας του. Πρόκειται δηλαδή για “σπάσιμο”, “θραύση” του οστού σε κάποιο τμήμα του, με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο και με κάποιες, αναλόγου βαρύτητας, συνοδές κακώσεις των μαλακών μορίων (τένοντες, μύες, σύνδεσμοι, αρθρικός θύλακος, κ.α.), των ευγενών στοιχείων (αγγείων, νεύρων) ή και των οργάνων (πνεύμονας, σπλήνα, ουροδόχος κύστη, κεντρικό νευρικό σύστημα κ.α.).
Η περιοχή του σώματος στην οποία συμβαίνει ένα κάταγμα (π.χ. ισχίο, ωμική ζώνη, αντιβράχιο, κ.α.), το σημείο του οστού που έχει υποστεί βλάβη (αρθρική επιφάνεια, επίφυση, διάφυση, κ.α.), το σχήμα των κατεαγόντων οστών (λοξό, εγκάρσιο, σπειροειδές, κ.α.), ο αριθμός των οστικών τμημάτων (δύο τεμαχίων, κάταγμα με οστική “πεταλούδα”, συντριπτικό, τμηματικό, κ.α.), ο βαθμός παρεκτόπιση του οστού που έσπασε, η αξιολόγηση των συνοδών βλαβών της περιοχής (ανοιχτό κάταγμα, αγγειακή βλάβη, νευρική βλάβη, κ.α.), του υπόλοιπου οργανισμού και πρωτίστως η αξιολόγηση της γενικής κλινικής κατάστασης του ασθενή είναι ορισμένα από τα κριτήρια που θα ληφθούν υποψιν από το θεράποντα.